αντέλλογος

αντέλλογος
ἀντέλλογος, ο (Μ)
[έλλογος]
αντιστάθμιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀντέλλογος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντελλόγους — ἀντέλλογος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντελλόγῳ — ἀντέλλογος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”